κάλπις

κάλπις
κάλπις: water - jar, urn, Od. 7.20†. (See cut, from a picture on an ancient vase.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — pitcher fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπίδων — κάλπις pitcher fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδα — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδας — κάλπις pitcher fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδες — κάλπις pitcher fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδι — κάλπις pitcher fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδος — κάλπις pitcher fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιν — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπισι — κάλπις pitcher fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”